Tag Archives: μυθιστόρημα

Το μυθιστόρημα μιας σύγχρονης εταίρας από την Γαλλία στην Θεσσαλονίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: Praxo, courtisane salonicienne

Συγγραφέας: Claude Lorris

Έκδοση: La renaissance du livre (1923)

ISBN: –

Τιμή: –

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Η Θεσσαλονίκη κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο υπήρξε μια πόλη εντελώς διαφορετική από αυτήν που έχουμε γνωρίσει και ζήσει. Εκατοντάδες χιλιάδες στρατιώτες από Γαλλία, Αγγλία, Ιταλία, Ρωσία, Σερβία μαζί με κόσμο από τις μακρινές αποικίες της Αφρικής και της Ασίας αναμείχτηκαν με τον ντόπιο πληθυσμό που αποτελούνταν από Εβραίους, Έλληνες και Τούρκους σε ένα περιβάλλον που ακροβατούσε μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Ο ιδιότυπος αυτός κοσμοπολιτισμός σε συνδυασμό με ένα ξεχωριστό και μοναδικό για τους Ευρωπαίους σκηνικό, ενέπνευσε κάποιους συγγραφείς να γράψουν μυθιστορήματα ή τις προσωπικές τους εμπειρίες από τον περίεργο αυτόν κόσμο. Το βιβλίο της σημερινής ανάρτησης ανήκει σε αυτήν την κατηγορία βιβλίων και είχε κυκλοφορήσει το 1923 στην Γαλλία.

Η έκδοση είναι απλή και λιτή, χαρακτηριστική των βιβλίων εκείνης της εποχής. Δεν αναγράφεται κάπου στο βιβλίο η χρονιά έκδοσης και πιθανόν να δείτε στο διαδίκτυο ότι το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1922 επειδή στο τέλος του βιβλίου αναγράφεται ότι η συγγραφέας τελείωσε το έργο της στις 19 Απριλίου του 1922. Αλλά προσωπικά πιστεύω ότι το βιβλίο βγήκε στην αγορά το 1923 κρίνοντας από άρθρα σε παλιές γαλλικές εφημερίδες. Για την συγγραφέα Claude Lorris δεν μπόρεσα να βρω πολλά πράγματα, δεν γνωρίζω αν βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο που περιγράφει ή αν χρησιμοποίησε στοιχεία από άλλα βιβλία, από φωτογραφίες και καρτ ποστάλ ή από τις αναφορές που είχαν γίνει για την πόλη σε εφημερίδες της εποχής.

Στη Vivlioniki έχουμε δει δύο βιβλία από εκείνα τα χρόνια που είχαν βγει στην γαλλική αγορά. Το ένα ήταν το έργο του Jean-José Frappa με τίτλο «A Salonique sous l’œil des Dieux!» το οποίο μάλιστα μεταφράστηκε πέρσι σε μια εξαιρετική δουλειά των εκδόσεων της Εστίας με τίτλο «Στη Θεσσαλονίκη υπό το βλέμμα των θεών» (από τον σχολιασμό της ελληνικής μετάφρασης έμαθα άλλωστε και για την ύπαρξη αυτού του βιβλίου της Claude Lorris). Το άλλο ήταν του Pol Roussel με τις εμπειρίες του κατά την διάρκεια που υπηρέτησε στην Στρατιά της Ανατολής. Πολύ πιο πρόσφατη ήταν η κυκλοφορία σε ελληνική μετάφραση του βιβλίου της Marcelle Tinayre για τα όσα έζησε στην πόλη μας κατά την παραμονή της εδώ στην περίοδο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Πάμε λοιπόν να ρίξουμε μια ματιά στο βιβλίο. Ο τίτλος του είναι από το όνομα της πρωταγωνίστριας, Πραξώ. Το «courtisane salonicienne» στον υπότιτλο σημαίνει «εταίρα της Θεσσαλονίκης». Από όσο έψαξα στο διαδίκτυο δεν βρήκα κάπου το όνομα «Πραξώ», μόνο το Πράξιλλα, ποιήτρια στην Αρχαία Ελλάδα. Βέβαια σε κάποιο σημείο στο βιβλίο γράφει ότι η Πραξώ ήταν μια νύμφη, αλλά δεν γνωρίζω αν αυτό είναι εφεύρημα της συγγραφέως ή όχι. Η παριζιάνα Praxo Dace λοιπόν, όπως είναι το πλήρες όνομά της, καταφτάνει στην Θεσσαλονίκη με το πλοίο «Thessalonica» λίγο μετά την άφιξη των στρατευμάτων της Αντάντ στην πόλη. Ξέρουμε ότι εκείνη την περίοδο λόγω των χιλιάδων στρατιωτών που είχαν έλθει στην πόλη, μαζί τους ήλθαν και πολλές γυναίκες για να δουλέψουν στα πορνεία της Θεσσαλονίκης. Το γεγονός αυτό πιστεύω είναι αυτό που ενέπνευσε την Lorris στο να φτιάξει τον χαρακτήρα της. Το βιβλίο χωρίζεται λοιπόν σε τρία μέρη των οποίων τα ονόματα έχουν να κάνουν κάπως και με την υπόθεση:

  • Το πρώτο μέρος έχει τίτλο «ΑΦΡΟΔΙΤΗ». Σε αυτό κυρίαρχο στοιχείο είναι η δύναμη της γοητείας της 23χρονης Praxo. Όπως είπαμε καταφτάνει με το πλοίο «Thessalonica» και από την πρώτη στιγμή είναι η ομορφιά της τέτοια που μαγνητίζει τους πάντες. Η Lorris όμως δεν της δίνει απλά ένα καλλίγραμμο σώμα και ένα αξιοπρόσεκτο πρόσωπο. Είναι όλη η αύρα που την περιβάλλει, ο άερας των κινήσεών της, τα ρούχα της, το βλέμμα της, όλα γύρω της και πάνω της μοιάζουν να είναι θεϊκά πλασμένα. Λίγο πριν επιβιβαστεί θα συναντήσει και τα δίδυμα αδέρφια Jacques και Maurice Ravel, αξιωματικοί σε ένα γαλλικό πολεμικό πλοίο που θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην υπόθεση. Θα εγκατασταθεί αρχικά στο ξενοδοχείο Splendid και θα ξεκινήσει σταδιακά να μαγεύει όσους ανθρώπους την συναντούν ή τυχαίνει να βρίσκονται στον ίδιο χώρο με αυτήν. Η Praxo ήρθε στην Θεσσαλονίκη όχι για να δουλέψει στα πορνεία της Μπάρας, αλλά γνωρίζοντας το πνεύμα, την καλλιέργεια και φυσικά την δύναμη της ομορφιάς της, να χαρίσει το κορμί της στους πιο ισχυρούς άντρες της πόλης, που εκείνη την εποχή προέρχονται από διάφορες χώρες και τόπους. Δεν είναι όμως αυτοσκοπός το να κάνει περιουσία, η Praxo θέλει να ζήσει πρώτα και κύρια τον έρωτα και την περιπέτεια του άγνωστου, να γνωρίσει το πνεύμα της Ανατολής αλλά και την μαγεία της Αρχαίας Ελλάδας. Επιλέγει αυτή τους εραστές της οι οποίοι θα πρέπει να την γοητεύουν πρώτα και κύρια και όχι μόνο να έχουν ένα μεγάλο πορτοφόλι ή μια ισχυρή θέση. Από το δωμάτιο στο Splendid θα καταλήξει σε μια μονοκατοικία στην οδό Πτολεμαίων, αν και αμφιβάλλω ότι πρόκειται για την σημερινή οδό, νομίζω ότι μιλάει για έναν δρόμο στην περιοχή των Εξοχών. Η Lorris θα βάλει την Praxo να περπατά στους δρόμους της αγοράς και της παραλίας, θα την μεταφέρει στην Άνω Πόλη (πολύ ενδιαφέρουσα η περιγραφή που δίνει), μέσα στον ναό του Αγίου Δημητρίου να παρακολουθεί την βάφτιση ενός παιδιού, στο καφέ του Φλόκα και του Λευκού Πύργου και στα σαλόνια του Splendid. Αλλά ταυτόχρονα σε διάφορες δεξιώσεις, πχ στη βίλα της Πριγκίπισσας Ναρίσκιν, να συναντά γνωστές προσωπικότητες της εποχής. Η Lorris επιλέγει να βάλει στην ιστορία της τόσο ιστορικά πρόσωπα, όσο και φανταστικά. Τα ιστορικά βέβαια τα δίνει με μικρές αλλαγές, ίσως γιατί όταν είχε γραφτεί το βιβλίο τα άτομα αυτά ήταν εν ζωή. Έτσι λοιπόν ο Ελευθέριος Βενιζέλος γίνεται Περικλής Βενιζέλος, η Marcelle Tinayre γίνεται Marcelle Linayre, η Πριγκίπισσα Alexandra Narischkine γίνεται Nadia Narischkine. Έχει όμως επίσης τον θεατρικό συγγραφέα Henri Bernstein και τον Αλβανό Εσάντ Πασά που παραμένουν με τα ονόματα που είχαν στην πραγματικότητα. Σε κάθε κεφάλαιο σχεδόν η Praxo γοητεύει και κάποιον άλλον άντρα ενώ σταδιακά αυξάνεται η επιρροή της σε στρατιωτικούς, πολιτικούς και γαλαζοαίματους σε βαθμό που να της προτείνουν να βοηθήσει στην δραπέτευση του Βενιζέλου από την Αθήνα προς την Θεσσαλονίκη ώστε να βοηθήσει η χώρα να μπει στο άρμα της Αντάντ. Το μέρος αυτό του βιβλίου τελειώνει με τραγικό τρόπο, όταν για τα μάτια της Praxo ο Jacques Raven θα δολοφονήσει τον αδελφό του Maurice (είπαμε νωρίτερα ότι τα δυο αυτά άτομα παίζουν σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του έργου).
  • Το δεύτερο μέρος έχει τίτλο «ΑΘΗΝΑ» (αν και υπάρχει τυπογραφικό λάθος και στο δεύτερο «Α» μπήκε κατά λάθος «V»). Ενώ το πρώτο μέρος διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στην Θεσσαλονίκη, εδώ έχουμε μεταφερθεί στην Αθήνα εκείνης της περιόδου. Η Praxo έχει φτάσει στην πρωτεύουσα με σκοπό να επηρεάσει κόσμο και να βρει τρόπο να φύγει ο Βενιζέλος από την Αθήνα. Εγκαθίσταται σε ένα σπίτι στην Κηφισιά με την βοηθό της την Muriel. Εδώ θα συναντήσει επίσης ιστορικές φυσιογνωμίες της εποχής, αναφέρεται η Πριγκίπισσα Υψηλάντη, μια γερμανόφιλη προσωπικότητα της υψηλής κοινωνίας (υπαρκτό πρόσωπο, αν και το μόνο που βρήκα ψάχνοντας στοιχεία για αυτήν ήταν ένας πίνακας με το πρόσωπό της). Ενώ στην Θεσσαλονίκη η Praxo γοητεύεται από τα χρώματα της Ανατολής και του Βυζαντίου, εδώ είναι η κλασσική Αθήνα και η Αρχαία Ελλάδα που θα την μαγέψουν. Μαζί με αυτά και ο Δημήτρης Στάης, ένας αρχαιολόγος που θα την βοηθήσει να ζήσει όσο πιο έντονα γίνεται τον κόσμο της αρχαιότητας. Η Lorris δίνει κάποιες σημαντικές περιγραφές της Αθήνας και κυρίως των αρχαιολογικών της χώρων, αλλά δεν γνωρίζω αν είναι ακριβείς ή κυρίως μυθιστορηματικές. Πολύ ενδιαφέρον το κεφάλαιο με το δείπνο στον Ναό του Παρθενώνα αλλά και η βόλτα της Praxo με τον Δημήτριο στο Μουσείο και σε κάποιες ανασκαφές. Εδώ η Praxo θα συναντήσει κάποια πρόσωπα από το παρελθόν της στην Θεσσαλονίκη, τον Jacques Raven και τον Σκωτσέζο Mac Gregor (θα τον δούμε ξανά στο τρίτο μέρος). Το μέρος λήγει με την απόδραση του Βενιζέλου. Αξίζει κάποιος που γνωρίζει για την εικόνα της Αθήνας στα μέσα της δεκαετίας του 1910 να διαβάσει το πώς περιγράφονται κάποια μέρη και να μας πει αν μιλάμε για ρεαλιστικές ή φανταστικές περιγραφές.
  • Το τρίτο μέρος έχει τίτλο «ΠΕΡΣΕΦΟΝΗ». Όπως στο πρώτο μέρος κυρίαρχη ήταν η ομορφιά της Praxo και ο τίτλος ήταν «Αφροδίτη» και στο δεύτερο μέρος κυρίαρχο ήταν το πνεύμα της και ο τίτλος ήταν «Αθηνά», ο αναγνώστης καταλαβαίνει ότι στο τρίτο μέρος με το όνομα της θεάς του Κάτω Κόσμου, πρωταγωνιστής θα είναι ο θάνατος. Η δράση επανέρχεται στην Θεσσαλονίκη και το μέρος αυτό ξεκινά με την υποδοχή του Βενιζέλου στην πόλη και τους πανηγυρισμούς μπροστά στο Διοικητήριο. Η Praxo πλέον αντιλαμβάνεται την δύναμη που έχει αποκτήσει και την ισχύ που έχει. Αλλά πλέον δεν την ενδιαφέρει μόνο ο εαυτός της αλλά νιώθει την ανάγκη να προσφέρει στον κόσμο που έχει τόσα όνειρα και τόσες ανάγκες μέσα σε δύσκολα χρόνια. Θα επισκεφτεί την Αχειροποίητο, η οποία είναι γεμάτη με πρόσφυγες και θα νιώσει τον πόνο αυτών των ανθρώπων. Θα ιδρύσει ένα δικό της νοσοκομείο δίπλα σε αυτό της Πριγκίπισσας Narischkine (το οποίο υπήρχε στην πραγματικότητα) για τους τραυματίες και θα ζήσει την φρίκη του πολέμου μέσα από τον μαρτυρικό θάνατο του Mac Gregor. Η Lorris επιλέγει να προσθέσει ένα άσχετο κάπως κεφάλαιο με τον Jacques να πεθαίνει όταν το υποβρύχιο στο οποίο υπηρετεί ως κυβερνήτης του βυθίζεται μετά από μια αποτυχημένη επίθεση στα Στενά του Ελλήσποντου. Υπάρχει και ένα κεφάλαιο στο οποίο η Praxo θα παραβρεθεί σε μια μυστική τελετή των Ντονμέδων για την γιορτή του Πουρίμ με αρκετά φανταστικά στοιχεία πάντως (την παρουσιάζει σαν ένα όργιο). Το βιβλίο τελειώνει με την Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 στην οποία η Praxo θα βρει τον θάνατο.

Δεν μπορώ να σχολιάσω την λογοτεχνική αξία του έργου καθώς το διάβασα με την βοήθεια μεταφραστικών εργαλείων και έχω καταλάβει απλά την πλοκή του και όχι κάτι παραπάνω. Πάντως κρίνοντας από το γεγονός ότι δεν πρέπει να έκανε επανεκδόσεις καθώς και από κάποια άρθρα στις εφημερίδες της εποχής που κυκλοφόρησε, δεν νομίζω ότι ενθουσίασε τους κριτικούς. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν έχει αξία για την λογοτεχνία που είναι σχετική με την Θεσσαλονίκη. Πολλά μπορεί κάποιος να συζητήσει για το βιβλίο αυτό. Όπως για παράδειγμα ότι κάνει εντύπως το γεγονός ότι δεν αναφέρεται ιδιαίτερα στο εβραϊκό στοιχείο της πόλης, το οποίο εκείνα τα χρόνια ήταν κυρίαρχο, η Lorris γράφει πολλά για τους Ντονμέδες (ο Ang-Tar, ένας χαρακτήρας του βιβλίου είναι τέτοιος και μάλιστα τον βάζει η συγγραφέας να ονειρεύεται την ίδρυση ενός κράτους για τους Ντονμέδες με πρωτεύουσα την Θεσσαλονίκη, δεν πρέπει να ξεχνάμε άλλωστε ότι ακόμη το καθεστώς κυριαρχίας της πόλης δεν είχε οριστικοποιηθεί). Άλλο ενδιαφέρον στοιχείο είναι οι πάρα πολλές αναφορές που γίνονται στα ρούχα της Praxo, θα άξιζε κάποιος σχεδιαστής να προσπαθήσει να κάνει εικόνες από τις περιγραφές της Lorris. Η συγγραφέας είναι γοητευμένη σε μεγάλο βαθμό από την Αρχαία Ελλάδα, αλλά και από το χαρμάνι της Θεσσαλονίκης του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και το μίγμα Δύσης και Ανατολής. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν είναι πρωτόγνωρο, ειδικά οι Γάλλοι έβλεπαν με κάποιο δέος (ίσως υπερβολική λέξη, αλλά αυτήν σκέφτηκα τώρα…) την συνύπαρξη τόσων πολλών διαφορετικών στοιχείων στην πόλη και η Ανατολή τους έλκυε από τα παλιά χρόνια ακόμη, όταν ο Pier Lotti έγραφε την Αζιγιαντέ. Ο χαρακτήρας της Praxo είναι επίσης ξεχωριστός. Στην Γαλλία η έννοια της εταίρας ήταν σίγουρα περισσότερο αποδεκτή από ό,τι ήταν στην Ελλάδα εκείνης της εποχής και ο χαρακτήρας μιας γυναίκας πανέμορφης που μπορεί με τα κάλλη της να γοητεύει τους άντρες και μαζί να τους καταστρέφει δεν ήταν κάτι ξένο, είχε προηγηθεί άλλωστε η πολύ γνωστή Νανά του Εμίλ Ζολά και ίσως και άλλα βιβλία των οποίων την ύπαρξη να μην γνωρίζω. Στο ύφος της Lorris πάντως διακρίνεται μια λυρικότητα στις περιγραφές κυρίως των τοπίων. Σε κάποιο άρθρο είχα διαβάσει μια παρομοίωση, ότι η Praxo ήταν το πρόσωπο της Θεσσαλονίκης, μιας πόλης που έθελξε πολλούς και παράλληλα τους κατέστρεψε πριν χαθεί και η ίδια. Όπως έγραψα και νωρίτερα πάντως δεν γνωρίζω αν η Lorris είχε βρεθεί κάποια στιγμή στην πόλη ή αν φαντάστηκε τους δρόμους, τα μνημεία και το σκηνικό της από τα άρθρα των εφημερίδων και τις πάρα πολλές φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης που είχαν βγει τότε.

Προσωπικά το βιβλίο μου άρεσε πάρα πολύ, όσο τουλάχιστον μπόρεσα να το καταλάβω. Η Praxo είναι μια γυναίκα βγαλμένη από άλλη εποχή και οι συνθήκες που περιγράφονται στο βιβλίο δύσκολα μπορούν να γίνουν κατανοητές στο σήμερα. Η Lorris σίγουρα ερωτεύτηκε τον χαρακτήρα εκείνης της παλιάς Θεσσαλονίκης με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, τα ανατολίτικα στοιχεία και τις τεράστιες αλλαγές που γίνονταν. Ταυτόχρονα φανερώνει και μια μεγάλη αγάπη για την Ελλάδα και τον αρχαίο της πολιτισμό. Ίσως και να είναι η Praxo η Θεσσαλονίκη, μια καλλονή όλοι ήθελαν να την έχουν και η ίδια αγάπησε πολλούς και αγαπήθηκε από περισσότερους μέχρι που χάθηκε οριστικά στην Μεγάλη Πυρκαγιά. Το βιβλίο πάντως έχει πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία για την πόλη και τους ανθρώπους που βρέθηκαν στην Θεσσαλονίκη κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει σχολιασμό για τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής και όλα αυτά συμπληρώνουν πολλές ερωτικές ιστορίες με πρωταγωνίστρια την μαγευτική Praxo. Όπως και με το βιβλίο του Jean-José Frappa, ίσως κάποτε μεταφραστεί και στα ελληνικά και μπορέσει κάποιος καλός επιμελητής να μελετήσει σε περισσότερο βάθος αυτό το βιβλίο που έφερε την Θεσσαλονίκη στο επίκεντρο της ιστορίας του στο μακρινό 1923.

Σχολιάστε

Filed under Συγγραφείς, LORRIS, Claude

Η τρίτη περιπέτεια του αστυνόμου Απτόσογλου

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: Το σπάσιμο

Συγγραφέας: Τάσος Παπαναστασίου

Έκδοση: Μεταίχμιο (2023)

ISBN: 978-618-03-3608-5

Τιμή: Περίπου €15

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Πώς πέρασαν τα χρόνια από το 2017 ούτε και το πήρα χαμπάρι. Ήταν τότε που εμφανίστηκε στην λογοτεχνία ο Τάσος Παπαναστασίου και μαζί του γνωρίσαμε τον πρωταγωνιστή των έργων του, τον αστυνόμο Άλκη Απτόσογλου στο μυθιστόρημα «14 ημέρες». Ακολούθησε το 2021 η δεύτερη περιπέτεια του ήρωα στο έργο «Η σιωπή δεν σε κρατά ζωντανό». Πριν λίγους μήνες κυκλοφόρησε και η τρίτη υπόθεση του Απτόσογλου, το πιο σκληρό ίσως από τα τρία βιβλία και αυτό θα δούμε στην σημερινή ανάρτηση.

Η έκδοση είναι απλή και λιτή. Προσωπικά μου άρεσε το εξώφυλλο, έχει να κάνει με μια σκηνή του βιβλίου, όχι την κυριότερη πάντως. Ευανάγνωστο κείμενο, μια αξιοπρεπής δουλειά στο σύνολό της.

Το βιβλίο είναι μια συνέχεια των δύο προηγούμενων βιβλίων και κυρίως του δεύτερου. Εκεί είχαμε βρει τον Απτόσογλου στο Καρπενήσι να προσπαθεί να ξεφύγει από τα προσωπικά του προβλήματα και να μπλέκει σε μια υπόθεση που είχε να κάνει με τον χαμό των Εβραίων της Θεσσαλονίκης. Το τέλος αυτής της ιστορίας είναι και ο λόγος που τελικά ο Απτόσογλου θα επιστρέψει στην πόλη μας και θα αναλάβει δράση. Μια απλή καταγγελία για ενδοοικογενειακή βία θα εξελιχθεί σε μια υπόθεση σωματεμπορίας στην οποία εμπλέκονται διεφθαρμένοι αστυνομικοί, πολιτικοί και οικονομικοί κύκλοι, δημοσιογράφοι και στοιχεία του υποκόσμου. Το ποια θα είναι η εξέλιξη της ιστορίας δεν κάνει να σας την πω, αλλά οφείλω να σημειώσω ότι το τέλος μου άρεσε πολύ καθώς ξεφεύγει από τα στερεότυπα τέτοιων μυθιστορημάτων.

Στο εξώφυλλο γράφει ότι πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αλλά εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυστήριο στο οποίο υπάρχει ένα έγκλημα και ο αστυνόμος ψάχνει να βρει στοιχεία ώστε να αποκαλυφθεί ο ένοχος. Προσωπικά θα προτιμούσα την λέξη «νουάρ» για το βιβλίο. Έχουμε έντονα τα χρώματα του γκρι και του μαύρου, τόσο στην υπόθεση όσο και στο περιβάλλον, την φθινοπωρινή και χειμερινή Θεσσαλονίκη όπου κυρίως διαδραματίζεται η πλοκή. Πέρα από το background όμως, είναι και οι χαρακτήρες σκοτεινοί σε μεγάλο βαθμό. Ο Απτόσογλου όπως ξέρουμε από τα δυο προηγούμενα βιβλία κουβαλάει πίκρες και αμαρτίες του παρελθόντος. Η Αντιγόνη, η συνεργάτιδά του, έχει τον δικό της σταυρό στους ώμους της. Η Λιόλιου, η νέα διοικήτρια του Απτόσογλου επίσης. Η Τάνια, μία από τις βασικές πρωταγωνίστριες, είναι μια τραγική φιγούρα. Το στήσιμο των χαρακτήρων που κάνει ο Παπαναστασίου σε αυτό το έργο μου άρεσε πάρα πολύ, νομίζω το κάνει καλύτερα από κάθε άλλο βιβλίο του. Τόσο οι «καλοί», όσο και οι «κακοί» του βιβλίου χτίζονται με την πεζογραφική πένα με ρεαλισμό και χωρίς ακρότητες. Ρεαλισμός υπάρχει και στους διαλόγους. Ναι μεν έχουμε να κάνουμε με ένα μυθιστόρημα, αλλά η ιστορία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα.

Ο Παπαναστασίου ασχολείται με το trafficking, μια υπόθεση που προσβάλει και αποτελεί τεράστια ντροπή για τις σύγχρονες κοινωνίες. Η εκμετάλλευση στον απόλυτο βαθμό κάποιων γυναικών και η εργαλειοποίησή τους, η μετατροπή τους σε άμορφες μάζες για την ευχαρίστηση των διαφόρων «πελατών». Παράλληλα θα μιλήσει στο βιβλίο για τις παράνομες υιοθεσίες, την διαφθορά στην αστυνομία και στην πολιτική εξουσία, την ανήλικη πορνεία. Μια σειρά συζητήσεων μπορεί να ξεκινήσουν με το τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου και αυτό είναι κάτι θετικό για ένα έργο και όταν το πετυχαίνει ο συγγραφέας. Νωρίτερα είχα γράψει ότι πρόκειται για το πιο σκληρό έργο του Παπαναστασίου, κάτι που έχει να κάνει με τις περιγραφές, με τον τρόπο που κινούνται οι χαρακτήρες, με την ωμότητα και κυρίως με το γεγονός ότι έχουμε να κάνουμε με μια ιστορία που βγήκε από την πραγματικότητα. Το «σπάσιμο» του τίτλου είναι μια ακραίως βίαιη διαδικασία, πρόκειται για τους συνεχείς βιασμούς, ξυλοδαρμούς και εξευτελισμούς που υπόκειται μια γυναίκα πριν μπει στην πορνεία από τους προαγωγούς της έτσι ώστε να χάσει κάθε ίχνος ανθρώπινης αξιοπρέπειας και να μπορέσει να εργαλοποιηθεί ευκολότερα.

Η Θεσσαλονίκη είναι ο κύριος χώρος δράσης, μαζί με την Κωνσταντινούπολη, την Ουκρανία και την Χαλκιδική. Η εποχή επιλέχθηκε να είναι το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Έχω γράψει και αλλού ότι η πόλη ενδείκνυται για σκηνικό ενός αστυνομικού μυθιστορήματος, το γκρι που σε λίγες πόλεις ταιριάζει τόσο πολύ, η ομίχλη, η υγρασία, τα χρώματα στους κρύους μήνες ίσως είναι παράγοντες που συμβάλλουν σε κάτι τέτοιο.

Προσωπικά το βιβλίο μου άρεσε πολύ. Το βρήκα το καλύτερο από τα τρία του Παπαναστασίου. Το ότι είχα διαβάσει και τα δύο προηγούμενα με βοήθησε νομίζω να καταλάβω κάποια πράγματα και να βιώσω καλύτερα τον χαρακτήρα του Απτόσογλου. Θα υπάρξει άραγε και συνέχεια; Μπορεί ναι, μπορεί και όχι. Το τέλος του «σπασίματος» αφήνει αρκετά ενδεχόμενα ανοιχτά. Σίγουρα θα το πρότεινα σε κάποιον, τόσο για την πλοκή και την συγγραφική μαεστρία, όσο και για την υπόθεση και το κεφάλαιο για το οποίο θέλει να μιλήσει ο συγγραφέας.

Σχολιάστε

Filed under ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ, Τάσος, Συγγραφείς

Ιστορίες απελπισμένων ανθρώπων στην σύγχρονη Θ.

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: «Και ο Φαίδων…ήμουν εγώ!»

Συγγραφέας: Στέλλα Βογιατζόγλου

Έκδοση: Κέδρος (1991)

ISBN: 960-04-0501-8

Τιμή: Περίπου €11

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Η Στέλλα Βογιατζόγλου υπήρξε μια πολύ σημαντική πεζογράφος της Θεσσαλονίκης. Μας είχε χαρίσει διηγήματα, μυθιστορήματα, παιδικά βιβλία, θεατρικά έργα. Πριν λίγο καιρό τελείωσα το βιβλίο της σημερινής ανάρτησης, το οποίο είναι και το αγαπημένο μου από όσα έργα της έχω διαβάσει έως τώρα.

Η έκδοση είναι απλή και λιτή. Στο εξώφυλλο κυριαρχεί η εικόνα από έναν πίνακα του Αυστριακού ζωγράφου Karl Korab από την σειρά έργων του με μαριονέτες. Ο Δημήτρης Καλοκύρης ήταν ο υπεύθυνος της μακέτας. Ευανάγνωστο κείμενο, μια κλασσική δουλειά από τις παλιές που έβγαζε ο Κέδρος.

Σε όσα έργα είχαμε δει στο παρελθόν από την Βογιατζόγλου στη Vivlioniki (μπορείτε να τα δείτε εδώ, εδώ, εδώ και εδώ), πρωταγωνιστές ήταν οι απλοί άνθρωποι της καθημερινότητας, αυτοί που δεν διεκδικούσαν τίτλους ηρωικούς αλλά είχαν να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα της ρουτίνας και ήταν βυθισμένοι στους δικούς τους προσωπικούς λαβύρινθους. Το ίδιο ισχύει και εδώ, τα κύρια πρόσωπα του έργου είναι άτομα της διπλανής πόρτας, οι «μικροαστοί» όπως έχω ακούσει να τους αποκαλούν πολλές φορές. Το χαρακτηριστικό αυτού του μυθιστορήματος είναι ότι υπάρχουν πολλές μικρές ιστορίες οι οποίες συνδέονται με κάποιο τρόπο αν και σε μεγάλο βαθμό κινούνται ανεξάρτητα.

Εξαιρετικό είναι το χτίσιμο των χαρακτήρων και η παρουσίασή τους. Δεν υπάρχει ο απόλυτα καλός ή ο απόλυτα κακός πρωταγωνιστής. Έχουν προτερήματα και αδυναμίες, πληρώνουν τα λάθη τα δικά τους αλλά και των άλλων. Έχουν περάσει Γολγοθάδες και προσπαθούν να ξεφύγουν από αδιέξοδα της ζωής τους όχι πάντα με επιτυχία. Όσα όνειρα είχαν μοιάζει να έμειναν ανεκπλήρωτα. Η Βογιατζόγλου προσθέτει στην ιστορία και την έννοια του θανάτου, ο οποίος έχει κι αυτός πρόσωπο και μορφή.

Όλη η υπόθεση εξελίσσεται μέσα σε μια μέρα, το απόγευμα και την νύχτα της 16ης Δεκεμβρίου μιας χρονιάς μέσα στην δεκαετία του 1980. Παρακολουθούμε τις σκέψεις και τις κινήσεις του Φαίδωνα, της Άννας, της Έρσης, της Αγγελικής και της Φιλαρέτης κυρίως. Ο Φαίδων είναι ένας υπάλληλος που δεν είναι αποδεκτός από συναδέλφους και γενικά από τους γύρω του. Έχει μια μητέρα που τον καταπιέζει ψυχολογικά και ψάχνει να βρει διεξόδους και μια σωτηρία. Τον βοηθά να ακούει τις ραδιοφωνικές εκπομπές της Έρσης, η οποία είχε όνειρο να γίνει μια ηθοποιός, αλλά δεν τα κατάφερε. Δεν μπορεί να αποδεχτεί την επαγγελματική και προσωπική αποτυχία, καθώς την έχει παρατήσει και ο μεγάλος έρωτάς της με τον οποίο είχε αποκτήσει την Φιλαρέτη. Η Έρση μένει μαζί με την Αγγελική, την μητέρα της, στο ίδιο σπίτι. Η Αγγελική είναι για μένα το πιο τραγικό πρόσωπο της ιστορίας. Κουβαλάει τις αμαρτίες πολλών ετών του παρελθόντος. Ένας μεγάλος έρωτας που δεν προχώρησε, αποτυχημένοι γάμοι, ένα παιδί που δεν το πολυήθελε, μια ζωή που τελειώνει και της φαίνεται ότι την σπατάλησε και την έζησε σύμφωνα με τα μέτρα και τις επιταγές άλλων ανθρώπων. Η Άννα είναι γείτονας του Φαίδωνα, χωρισμένη με δυο παιδιά, τρέχει συνέχεια από την δουλειά στο σπίτι για να τα βγάλει πέρα, ψάχνει κάτι συνταρακτικό, κάτι που να αξίζει και δεν μπορεί να το βρει. Στις ζωές του εμπλέκονται με κάποιον τρόπο και οι Γ. και Χ., δυο πρόσωπα έξω από τον κόσμο μας που τριγυρνάνε όμως σε αυτόν, έχουν ανθρώπινη υπόσταση, αλληλοεπιδρούν με τους γύρω τους και μοιάζουν να έρχονται για να πάρουν τις ψυχές, είναι τα πρόσωπα του θανάτου που είπαμε προηγουμένως.

Μου άρεσε πάρα πολύ η πλοκή της ιστορίας και το ύφος της γραφής. Άλλες φορές σε πρώτο πρόσωπο, άλλες φορές σε δεύτερο και άλλες σε τρίτο, η αφήγηση κυλάει σαν νερό. Κάποιες στιγμές βυθιζόμαστε σε εσωτερικές σκέψεις των πρωταγωνιστών και σε κάποια σημεία έχουμε ρεαλιστική αφήγηση. Η Βογιατζόγλου τα κεντάει όλα αυτά με μαεστρία και μας παρουσιάζει μια ξεχωριστή πλοκή που συνδυάζει το σασπένς, την λογοτεχνική ικανότητα και μια σειρά θεμάτων για τον αναγνώστη να σκεφτεί μετά το τέλος του έργου που για μένα είναι από τα πιο σημαντικά πράγματα που μπορεί να προσφέρει ένα λογοτεχνικό έργο πέρα από την αναγνωστική απόλαυση. Κάποια κομμάτια του βιβλίου τα έφτιαχνα στο μυαλό μου ως σκηνές μιας ταινίας μικρού μήκους. Πολύ έξυπνο και το τέλος που δίνει στην ιστορία.

Η Θεσσαλονίκη είναι ο κύριος τόπος δράσης. Δεν αναφέρεται με το όνομά της, η Βογιατζόγλου την γράφει ως «Θ.» και δίνει κάποια σημεία της πόλης (πχ τα Λαδάδικα, η Άνω Πόλη, η Νέα Παραλία). Κρατάει την γκρίζα όψη της πόλης, την ομιχλώδη και βροχερή. Νομίζω ότι για την υπόθεση που γράφει η συγγραφέας, η πόλη μας είναι το ιδανικό σκηνικό.

Προσωπικά βρήκα το βιβλίο εξαιρετικό. Από τα μυθιστορήματα που για κάποιο λόγο έμειναν μέσα μου. Η πλοκή, οι χαρακτήρες, η υπόθεση, μου φάνηκαν όλα δοσμένα αριστοτεχνικά. Έχουν περάσει πάνω από 30 χρόνια που κυκλοφόρησε, έχει όμως μια φρεσκάδα και ένα μοντέρνο πνεύμα που δεν συναντάμε πολλές φορές. Σίγουρα θα το συνιστούσα σε κάποιον, δεν ξέρω αν μπορεί εύκολα να το βρει όμως στα βιβλιοπωλεία, προσωπικά το βρήκα σχεδόν πεταμένο στο έδαφος ενός παλαιοβιβλιοπωλείου-παλαιοπωλείου.

Σχολιάστε

Filed under ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ, Στέλλα, Συγγραφείς

Ένα μυθιστόρημα για την ζωή και την άνοδο μιας γυναίκας στην μεταπολεμική Θεσσαλονίκη

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: Οι φωνές της Πολυνίκης

Συγγραφέας: Κωνσταντία Κοζανίτου

Έκδοση: Κέδρος (2023)

ISBN: 978-960-04-5319-5

Τιμή: Περίπου €14

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Το βιβλίο της σημερινής ανάρτησης θα μας ταξιδέψει χρονικά από τα χρόνια της απελευθέρωσης της Θεσσαλονίκης το 1944 έως τις σύγχρονες ημέρες. Πρωταγωνίστρια, όπως φαίνεται και από τον τίτλο, η Πολυνίκη, μια γυναίκα γεννημένη στον Μεσοπόλεμο, που βίωσε τις αλλαγές της ζωής των ανθρώπων μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, την βελτίωση της ζωής αλλά και τις νέες δυσκολίες καθώς και τις ιστορικές αλλαγές της χώρας αλλά και της Θεσσαλονίκης.

Η έκδοση είναι απλή και λιτή, η κλασσική εικόνα που έχουν τα βιβλία των εκδόσεων του Κέδρου. Το εξώφυλλο δεν με ενθουσίασε, αυτό το μοντέλο με την γυναικεία μορφή που πρωταγωνιστεί ως σχέδιο ή ως φωτογραφία το έχουμε δει πάρα πολλές φορές, λογικά θα αρέσει σε πολύ κόσμο, αλλά δεν είναι του γούστου μου. Ευανάγνωστο κείμενο.

Η ιστορία ακολουθεί την ζωή της Πολυνίκης, μιας κοπέλας που ζει κάπου σε ένα χωριό έξω από την Θεσσαλονίκη προς τα δυτικά. Η υπόθεση του έργου ξεκινά την ημέρα της Απελευθέρωσης από τους Γερμανούς, η Πολυνίκη είναι τότε 14 ετών και γνωρίζει τον Ζήση. Τον ερωτεύεται, αλλά ο Ζήσης πρέπει να εξαφανιστεί γιατί τον ψάχνει η ασφάλεια για την αντιστασιακή του δράση. Εδώ υπάρχει μια ιστορική ανακρίβεια, καθώς στην περίοδο που υποτίθεται ότι εξαφανίζεται ο Ζήσης, στην Θεσσαλονίκη υπάρχει η ΕΑΜοκρατία και δεν υπάρχουν διώξεις αντιστασιακών ή μελών της ΟΠΛΑ και της Λαϊκής Αυτοάμυνας. Τέλος πάντων, εκτός από τον Ζήση όμως η Πολυνίκη θα γνωρίσει και τον Δήμο, συναγωνιστή του Ζήση, τον οποίο τον συμπαθεί αρχικά, αλλά εξακολουθεί να είναι ερωτευμένη με τον Ζήση. Η μοίρα θα τα φέρει έτσι ώστε η Πολυνίκη κάποια χρόνια αργότερα και αφού έχει βρει δουλειά στον νονό της να συναντήσει πάλι τον Δήμο, να ερωτευτούν και να φτιάξουν και τελικά να παντρευτούν και να κάνουν οικογένεια αποκτώντας και τρία παιδιά (περίπου, στις σελίδες του μυθιστορήματος θα καταλάβετε τι εννοώ). Η Πολυνίκη όμως δεν γίνεται εύκολα αποδεκτή από την πεθερά της και υπάρχουν συνεχείς κόντρες μεταξύ των δύο γυναικών. Τα χρόνια τελικά περνάνε, η Πολυνίκη από μια φτωχή χωριατοπούλα μετατρέπεται σε μια ισχυρή γυναίκα με μεγάλη οικονομική άνεση, αλλά η πίεση όλων των χρόνων στην προσωπική της ζωή θα την διαταράξει ψυχολογικά, ενώ ενδιαφέρον έχει η μετατροπή της σταδιακά σε μια γυναίκα που αυτή πλέον αντιπαθεί την νύφη της.

Η συγγραφέας χρησιμοποιεί δύο μοντέλα γραφής, το ένα είναι το αφηγηματικό στο οποίο βλέπουμε την ζωή της Πολυνίκης από την δική της οπτική μεριά, ενώ το δεύτερο, που προσωπικά μου άρεσε περισσότερο, είναι όταν κάποια άλλα πρόσωπα του βιβλίου μιλούνε αυτοί για την ζωή τους με την Πολυνίκη φωτίζοντας πολλές πτυχές ή εξηγώντας συμπεριφορές και αντιδράσεις.

Η Θεσσαλονίκη είναι ο τόπος στον οποίο διαδραματίζεται πολύ μεγάλο μέρος του βιβλίου, σχεδόν όλο δηλαδή. Υπάρχουν κάποιες αναφορές σε μέρη της πόλης, πχ στην ταβέρνα του Χαμόδρακα, καθώς και σε ιστορικά γεγονότα σχετικά με την πόλη. Σίγουρα δεν πρωταγωνιστεί πάντως. Κάποιες ιστορικές ανακρίβειες που είδα, όπως αυτήν που ανέφερα νωρίτερα στην ανάρτηση, δεν χαλάνε απαραίτητα την πλοκή του έργου.

Προσωπικά δεν μπορώ να πω ότι ξετρελάθηκα. Η Κοζανίτου θέλει μάλλον να γράψει για την ζωή μιας γυναίκας και πώς αυτή βίωσε τις αλλαγές που συνέβησαν στην μεταπολεμική Θεσσαλονίκη, κυρίαρχος σε πολλά σημεία είναι ο έρωτας και μάλιστα στην καταδικασμένη μορφή του, η φθορά στις σχέσεις, οι αντιπαλότητες μεταξύ πεθεράς-νύφης και οι ταξικές διαφορές. Βρήκα ενδιαφέρουσα την σταδιακή μετατροπή της Πολυνίκης από μια δυναμική γυναίκα που θέλει να δημιουργήσει πράγματα σε μια γυναίκα που προσπαθεί να χρησιμοποιήσει την οικονομική ισχύ της για να κάνει το δικό της. Βέβαια όπως έχω γράψει πάρα πολλές φορές, στη Vivlioniki διαβάζετε μια απλή παρουσίαση ενός έργου και την υποκειμενική μου άποψη και όχι μια κριτική παρουσίαση του έργου, πολύ πιθανόν σε πολλούς το βιβλίο και η ζωή της Πολυνίκης να έχει πολλά να τους πει.

Σχολιάστε

Filed under ΚΟΖΑΝΙΤΟΥ, Κωνσταντία, Συγγραφείς

Η Θεσσαλονίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου μέσα από την λογοτεχνική πένα του Jean-José Frappa

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: Στη Θεσσαλονίκη υπό το βλέμμα των θεών

Συγγραφέας: Jean-José Frappa

Έκδοση: Εστία (2023)

ISBN: 978-960-05-1888-7

Τιμή: Περίπου €15

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Πριν από δύο χρόνια και κάτι είχε παρουσιαστεί στη Vivlioniki το έργο του Jean-José Frappa με τίτλο «A Salonique sous l’œil des Dieux!». Ήταν ένα μυθιστόρημα που είχε πρωτοκυκλοφορήσει στην γαλλική γλώσσα το 1917 και το οποίο είχε κάνει αρκετές επανεκδόσεις. Στην παρουσίαση αυτή είχα γράψει «…δεν μπορώ να καταλάβω τον λόγο που δεν μεταφράστηκε στην ελληνική γλώσσα.». Όποιοι και να ήταν οι λόγοι, ευτυχές είναι το γεγονός ότι πλέον κρατάμε στα χέρια μας την εξαιρετική μετάφραση του έργου αυτού από τις εκδόσεις της Εστίας. Κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, νομίζω κατά την διάρκεια της 19ης Διεθνούς Εκθέσεως Βιβλίου Θεσσαλονίκης σε μετάφραση του Σάκου Οικονομόπουλου και είναι το θέμα της σημερινής ανάρτησης.

Η έκδοση είναι πολύ όμορφη, κλασσική των εκδόσεων της Εστίας. Εξαιρετικό μου φάνηκε το εξώφυλλο, που στον κολοφώνα αναφέρεται ότι το σχεδίασε η Ρεβέκκα Βιτάλ. Ίσως επειδή μου άρεσαν πάρα πολύ τα στοιχεία της έκδοσης (χαρτί, χαρακτήρες κτλ), τα δυο τυπογραφικά λάθη που βρήκα κατά την ανάγνωση μου έβγαλαν το μάτι, αλλά θα ήταν απίστευτα άδικο να μείνει κάποιος σε αυτά. Συνολικά μου φάνηκε μια πάρα πολύ καλή δουλειά.

Την γαλλική έκδοση του βιβλίου την είχα διαβάσει με την βοήθεια μεταφραστικών εργαλείων καθώς δεν γνωρίζω γαλλικά. Αυτό σημαίνει ότι ναι μεν είχα καταλάβει την υπόθεση του έργου, αλλά έχανα πολλά από την λογοτεχνική του ομορφιά. Η μετάφραση οπότε για μένα ήταν ένα δώρο καθώς με έκανε να εκτιμήσω και την δεξιοτεχνία του συγγραφέα στην γραφή. Ο Οικονομόπουλος έχει κάνει μια εξαιρετική δουλειά σε αυτόν τον τομέα καθώς το κείμενο ρέει εύκολα χωρίς αγκυλώσεις και δυσκολίες. Μεταφέρει το χαρακτηριστικό ύφος γραφής της εποχής εκείνης καθώς και την εικόνα της πόλης όπως τουλάχιστον αυτή είχε σχηματιστεί στα μάτια των περισσότερων ξένων που βρίσκονταν στην πόλη κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι περιγραφές των τοπίων, οι σκηνές διαλόγων, η δόμηση των χαρακτήρων συμβαδίζουν με το 1916 όταν εξελίσσονται και τα γεγονότα.

Ο κύριος πρωταγωνιστής του έργου είναι ο μικρός Ισμαήλ, ένας μουσουλμάνος που ζει με τον θετό πατέρα του κάπου πάνω στην γειτονιά του Γεντί Κουλέ, που εκείνη την περίοδο ήταν τουρκομαχαλάς. Δουλεύει ως λούστρος αλλά ονειρεύεται μια άλλη ζωή, με πλούτη και κύρος. Τον βοηθά σε αυτό η μικρή Αϊσέ, μια τσιγγανοπούλα που ζει επίσης στην Άνω Πόλη. Αρχικά του βρίσκει μια δουλειά σε έναν Εβραίο έμπορο και στην συνέχεια συνεργάζονται με τον Ισμαήλ να είναι ο προαγωγός της μικρής Αϊσέ και της αδελφής της, της Λεϊλά. Στην Θεσσαλονίκη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κάποιος μπορεί να πλουτίσει εύκολα, ειδικά αν δεν τον περιορίζουν έννοιες όπως η ηθική και η τιμιότητα. Έτσι λοιπόν και ο μικρός Ισμαήλ, μέσα από μια σειρά γεγονότων που σχεδόν όλα κινούνται στο φάσμα της παρανομίας, καταφέρνει να αλλάξει κοινωνικό και οικονομικό status, αφού έχει αλλάξει επίσης θρησκεία και όνομα (από μουσουλμάνος θα γίνει εβραίος και από απλά Ισμαήλ θα γίνει Ισραήλ Οσμανίας) ενώ πλέον είναι και Ιταλός πολίτης. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τον πλούσιο Ισραήλ να αφήνει την πόλη της Θεσσαλονίκης για την Ιταλία.

Το ύφος του Frappa είναι το χαρακτηριστικό πολλών συγγραφέων εκείνης της εποχής, ιδιαίτερα στις περιγραφές που κάνει στα τοπία. Στο βιβλίο υπάρχει και αξίζει να διαβάσετε μια από τις πιο όμορφες περιγραφές ηλιοβασιλέματος στην Θεσσαλονίκη, ενώ σαφώς ο συγγραφέας είναι επηρεασμένος από την θέα του Ολύμπου. Οι θεοί δε του Ολύμπου παίζουν στο μυθιστόρημα καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας και είναι αυτοί για τους οποίους μιλάει ο τίτλος του βιβλίου και όχι ο Θεός των Εβραίων, των Χριστιανών και των Μουσουλμάνων.

Είναι ένα βιβλίο το οποίο πιθανότατα με τα σημερινά δεδομένα δεν θα μπορούσε να κυκλοφορήσει για λόγους πολιτικής ορθότητας. Ο Frappa τοποθετεί τους χαρακτήρες του σε ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η παιδεραστία, η γυναικεία εκμετάλλευση, σε πολλά σημεία υπάρχουν αντισημιτικά χαρακτηριστικά (αν και για αυτά ο συγγραφέας γνώριζε ότι θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντιδράσεις και ξεκαθαρίζει την θέση του από τον πρόλογό του). Το ερώτημα είναι αν απεικονίζεται ορθά η εικόνα της Θεσσαλονίκης για εκείνη την περίοδο και νομίζω ότι η απάντηση είναι πως παρά τις όποιες υπερβολές, ο Frappa περιγράφει πειστικά μια πόλη στην οποία δεν υπήρχαν ηθικοί φραγμοί για τίποτα και το χρήμα ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος, πολύ περισσότερο και από την σημερινή εποχή.

Οι αναφορές στην πόλη είναι πάρα πολλές. Μνημεία, οδοί, γειτονιές και κυρίως οι άνθρωποι της Θεσσαλονίκης, μόνιμοι κάτοικοι και στρατιώτες. Ανάλογη εικόνα είχαμε δει και στο μυθιστόρημα του Μίνου Λαγουδάκη, στο οποίο ο συγγραφέας επίσης κατακεραύνωνε την ανηθικότητα της πόλης και τους αδίστακτους ανθρώπους οι οποίοι είχαν αποκτήσει μεγάλη εξουσία. Τα δυο βιβλία μάλιστα, αν και κυκλοφόρησαν σε διαφορετικό χρόνο, μιλούσαν αμφότερα για την ίδια εποχή, την Θεσσαλονίκη δηλαδή πριν την Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917, υπάρχουν δε και τοποθεσίες κοινές, όπως το παλιό γερμανικό σχολείο το οποίο στέγαζε τις υπηρεσίες της γαλλικής αντικατασκοπίας. Στο βιβλίο του ο Frappa έχει μία πολύ δυνατή στιγμή προς το τέλος του βιβλίου, όταν ο νεαρός πρωταγωνιστής μας ντυμένος με τα ακριβά του ρούχα συναντά τον γέρο πατριό του και πάει να του δώσει λίγα χρήματα για ελεημοσύνη αλλά η κίνηση αυτή εξοργίζει τον πατριό και η αντίδρασή του τρομοκρατεί τον γιο ο οποίος τρέχει να κρυφτεί.

Πέρα βέβαια από το μυθιστορηματικό κομμάτι του έργου, ο Frappa κάνει πολλά σχόλια για τα πολιτικά τεκταινόμενα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πόλεμος δεν έχει τελειώσει ακόμη όταν το βιβλίο κυκλοφορεί. Έχει σαφέστατα αρνητική θέση απέναντι στον Βασιλέα Κωνσταντίνο και την ουδετερότητα που αυτός ήθελε να κρατήσει, αλλά σχολιάζει και με ειρωνεία το Κίνημα της Εθνικής Αμύνης λέγοντας ότι ουσιαστικά δεν είχε τόση υποστήριξη όση θα έπρεπε και ότι πολλοί που υπηρέτησαν στον στρατό του Κινήματος είχαν υποχρεωθεί από την αστυνομία της τότε Προσωρινής Κυβέρνησης. Γενικά ο αναγνώστης θα συναντήσει πάρα πολλά σημεία με ιστορικές πληροφορίες.

Προσωπικά το βιβλίο μου άρεσε πάρα πολύ. Μπορώ να πω ότι η μετάφραση του Σάκου Οικονομόπουλου μου αποκάλυψε πολλά πράγματα που δεν είχα μπορέσει να δω όταν προσπαθούσα να διαβάσω την γαλλική έκδοση. Βρήκα εξαιρετικό και το επίμετρο του μεταφραστή καθώς δίνει πολλά στοιχεία για γαλλικά βιβλία που είχαν ασχοληθεί με την Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής και κάποια από αυτά δεν γνώριζα ότι υπάρχουν (έχει πάντως και δύο τίτλους που είχαμε δει στη Vivlioniki από τον Pol Roussel και την Marcelle Tinayre). Σίγουρα αξίζει να διαβαστεί και ως μυθιστόρημα αλλά και ως πηγή ιστορικών πληροφοριών. Και μακάρι να πάει καλά ώστε να δούμε σύντομα και άλλες μεταφράσεις τέτοιων έργων.

1 σχόλιο

Filed under FRAPPA, Jean-José, Συγγραφείς

Η Θεσσαλονίκη του Μεσοπολέμου με την πένα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: Ήλιος με ξιφολόγχες

Συγγραφέας: Γιώργος Σκαμπαρδώνης

Έκδοση: Πατάκη (2023)

ISBN: 978-618-07-0486-0

Τιμή: Περίπου €18

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Ο Μεσοπόλεμος για την Θεσσαλονίκη ήταν μια περίοδος αναβρασμού και συνεχών αλλαγών. Η πόλη γνώρισε μεταβολές στον πληθυσμό, στον χαρακτήρα και στην όψη της. Οι μουσουλμάνοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τα σπίτια τους, στα οποία εγκαταστάθηκαν οι νέοι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης, οι πρόσφυγες από την Μικρασία. Η πολυπολιτισμική πόλη με τα πολλά χρώματα και τις λαλιές άρχισε να μετατρέπεται σε έναν αμιγώς ελληνικό τόπο. Και νέες γειτονιές γεννιόντουσαν γύρω από τον κεντρικό πυρήνα, άλλες λόγω της Μεγάλης Πυρκαγιάς του 1917 και άλλες λόγω της άφιξης των προσφύγων. Το νέο βιβλίο του Γιώργου Σκαμπαρδώνη, που κυκλοφόρησε τον προηγούμενο μήνα, μας μεταφέρει χρονικά στο πρώτο μισό του 1931, σε μια Θεσσαλονίκη συγκρούσεων και έντασης που κατέληξε μοιραία σε μια καταστροφή, αυτήν του Εμπρησμού του Κάμπελ που συνέβη τον Ιούνιο του 1931.

Η έκδοση είναι η τυπική των μυθιστορημάτων του Πατάκη. Μου άρεσε το εξώφυλλο, μας μεταφέρει στην εποχή που περιγράφει με κυρίαρχο το κτίριο που παλιά στέγαζε τον κινηματογράφο Ηλύσια. Ευανάγνωστο κείμενο, στο τέλος υπάρχουν κάποιες σημειώσεις και μια ενδεικτική βιβλιογραφία, στην οποία ξεχωρίζω τρία βιβλία που μιλάνε για την εποχή που διαδραματίζεται και το μυθιστόρημα, το βιβλίο του Μιχάλη Τρεμόπουλου για τα Τρία Έψιλον (ΕΕΕ) και τον Εμπρησμό του Κάμπελ, το βιβλίο του Αιμίλιου Δημητριάδη για την εποχή του Μεσοπολέμου και την μελέτη του Κώστα Φουντανόπουλου για το εργατικό κίνημα της εποχής. Χρησιμοποιήθηκε χαρτί Chamois και το τιράζ είναι στα 5000 αντίτυπα. Συνολικά μια αξιοπρεπής δουλειά.

Χρονικά κινούμαστε από τον Φεβρουάριο του 1931 έως τα τέλη Ιουνίου του ίδιου έτους. Κύριος πρωταγωνιστής ο ταγματάρχης Γόρδιος Κλήμεντος, επικεφαλής της αντικατασκοπίας στην Θεσσαλονίκη. Ρόλος του είναι η αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου και των αντεθνικών προκλήσεων από την μεριά της Βουλγαρίας. Σε ένα όμως έκρυθμο κλίμα ο Κλήμεντος αναγνωρίζει και τον κίνδυνο που προέρχεται από την ΕΕΕ, μια φασιστικής ιδεολογίας ομάδα που έβλεπε ως εχθρούς οτιδήποτε μη ελληνικό, από τους Εβραίους της Θεσσαλονίκης έως τα ξένα σχολεία της πόλης. Ένα τυχαίο γεγονός θα οδηγήσει τον Κλήμεντο στην εξιχνίαση μιας σειράς φόνων, αλλά δεν θα μπορέσει να αποτρέψει την καταστροφή που αυτή έρχεται με τον εμπρησμό του Κάμπελ. Παράλληλα με αυτές τις υποθέσεις, στο μυθιστόρημα τρέχει και μια άλλη ιστορία, αυτή του έρωτα του πρωταγωνιστή μας με την κόρη του καπνεμπόρου Κύρου Μελισσηνού, της Ντανιέλ.

Από λογοτεχνικής απόψεως, το μυθιστόρημα είναι εντελώς κινηματογραφικό. Αυτός είναι ένας χαρακτηρισμός που δίνω σε πεζογραφήματα που μοιάζουν περισσότερο να είναι οδηγίες προς έναν σκηνοθέτη, παρά λογοτεχνικά κείμενα. Κάποιοι ίσως αυτό το βρίσκουν αρνητικό, προσωπικά δεν βρίσκω κάτι κακό σε αυτό. Ο Σκαμπαρδώνης επιλέγει να χρησιμοποιεί σκηνές που σε σινεμά θα ήταν ιδιαίτερα εντυπωσιακές, όπως για παράδειγμα η αρχή του έργου με τον εμπρησμό μιας καλύβας από έναν ποντικό που εισβάλλει σε αυτήν ενώ καίγεται το σώμα του ή η σκηνή με ένα αεροπλάνο που πετάει πολύ κοντά σε μια παρέα ανδρών που συζητάνε και ο πιλότος του αεροπλάνου πετάει ένα γουρουνόπουλο στην πισίνα του σπιτιού. Επίσης κάποιες περιγραφές έχουν τόσες πολλές λεπτομέρειες, που μοιάζουν σαν να θέλει ο συγγραφέας να συνομιλήσει με έναν μελλοντικό σκηνογράφο ή ενδυματολόγο που θα είναι υπεύθυνος στα γυρίσματα μιας ταινίας. Τέτοιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η επίσκεψη της Ντανιέλ και της μητέρας της στο ατελιέ ρούχων της κυρίας Παξιμαδά για να αγοράσουν ρούχα, όπου ο αναγνώστης μαθαίνει όλες τις μόδες της εποχής στην ένδυση και στα καπέλα. Ρεαλιστική γραφή και σωστοί διάλογοι στο ύφος τους. Ο Σκαμπαρδώνης μιλάει για πολλούς και διαφορετικούς κόσμους και καταφέρνει να τους περιγράφει πειστικά. Σε κάποια σημεία οι πολλές λεπτομέρειες με κούρασαν, αλλά συνολικά θα έλεγα ότι το διάβασα εύκολα και τις περισσότερες στιγμές με κρατούσε το βιβλίο στις σελίδες του.

Από ιστορικής απόψεως νομίζω ότι ο Σκαμπαρδώνης έχει κάνει πολύ καλή δουλειά. Δεν έχω καταλάβει βέβαια τι εξυπηρετεί το να γράφει τον Αλέξαντρο Ζάννα ως Αλέξανδρο «Θάννα», ενώ άλλα ιστορικά πρόσωπα διατηρούν το όνομά τους, όπως πχ ο Αλκής Πέτσας. Η Θεσσαλονίκη περιγράφεται με αρκετές λεπτομέρειες, αλλά περισσότερο ο συγγραφέας εστιάζει στο κλίμα της εποχής, στα χρώματα και στα αρώματα. Ο Σκαμπαρδώνης προσπαθεί να μιλήσει για όλα όσα συνέβαιναν εκείνη την εποχή στην πόλη. Τις διαμάχες Κράτους με κομμουνιστές, τον εμφύλιο μεταξύ κομμουνιστών και αρχειομαρξιστών, την συνεργασία των κομμουνιστών με τους Βούλγαρους και την διείσδυση του Βουλγαρικού εθνικισμού μέσω της απαίτησης για αυτονόμηση της Μακεδονίας, την συνεργασία του Κράτους με την ΕΕΕ και τις διαμάχες της ΕΕΕ με τους κομμουνιστές, τον ανταγωνισμό προσφύγων και Εβραίων Θεσσαλονικέων, τις επιθέσεις και τα επεισόδια της ΕΕΕ με Εβραϊκούς στόχους και άλλα πολλά. Αστική και εργατική τάξη συνυπάρχουν στην πόλη, οι αστοί περιγράφονται μέσα από τα κομμάτια του βιβλίου που μιλάνε για την οικογένεια Μελισσηνού. Ενδιαφέρον έχουν οι αναφορές στο παρακράτος και στην λειτουργία του και στην συνεργασία του Κράτους με το έγκλημα με σκοπό να εξυπηρετεί τους σκοπούς του. Αυτός είναι ένας τομέας που ο Σκαμπαρδώνης έχει μελετήσει αρκετά και έχει γράψει για αυτόν και στο αριστούργημά του «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου«. Νομίζω ότι η εικόνα της πόλης εκείνης της εποχής μεταφέρεται δεξιοτεχνικά.

Ο Σκαμπαρδώνης είναι πολυγραφότατος και μεγάλο μέρος του έργου του έχει να κάνει με την πόλη μας, είτε στα διηγήματα, είτε στα μυθιστορήματά του. Παιδί της Χαριλάου, τοποθετεί μέρος της ιστορίας του στην περιοχή της Νέας Ελβετίας, εκεί ξεκινάει το έργο. Η δημοσιογραφική του ιδιότητα τον βοηθάει πιστεύω στο να μην φοβάται να μιλήσει για πράγματα που θα σηκώσουν αντιδράσεις ίσως. Για παράδειγμα δεν κρύβει το γεγονός ότι οι πρόσφυγες είχαν αντισημιτική συμπεριφορά ή γράφει ότι οι κομμουνιστές επιζητούσαν την αναταραχή και τα επεισόδια για να υπάρχουν θύματα. Κοινώς πιστεύω ότι γνωρίζει ότι ίσως θα γίνει στόχος ένθεν κακείθεν. Έργα του που έχουν παρουσιαστεί στη Vivlioniki μπορείτε να δείτε πατώντας εδώ.

Προσωπικά το βιβλίο μου άρεσε. Σε κάποια σημεία με κούρασε, αλλά συνολικά το βρήκα όμορφο. Το ότι το τελείωσα μέσα σε τρεις μέρες μου λέει ότι με κράτησε στις σελίδες του. Είναι συνδυασμός ιστορικής και λογοτεχνικής γραφής. Πιστεύω ότι θα το δούμε κάποια στιγμή είτε στην μικρή, είτε στην μεγάλη οθόνη. Επειδή έχω λατρέψει το «Πολύ βούτυρο στο τομάρι του σκύλου», κάνω πάντα την σύγκριση κάθε έργου του Σκαμπαρδώνη με αυτό. Ίσως δεν είναι σωστό αυτό, αλλά μου βγαίνει αυθόρμητα. Δεν νομίζω ότι είναι το καλύτερο έργο του λοιπόν, αλλά σίγουρα έχει πολλά να πει στον αναγνώστη, θα του κρατήσει συντροφιά και μπορεί να ανοίξει μια σειρά συζητήσεων, τόσο λογοτεχνικής, όσο και ιστορικής μορφής.

Σχολιάστε

Filed under Συγγραφείς, ΣΚΑΜΠΑΡΔΩΝΗΣ, Γιώργος

Ένα παιδικό-εφηβικό μυθιστόρημα για τα χρόνια της Κατοχής στην Θεσσαλονίκη

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: Καβάλα σε δυο φεγγάρια

Συγγραφέας: Στέλλα Βογιατζόγλου

Έκδοση: Κέδρος (1994)

ISBN: 960-04-0937-4

Τιμή: Περίπου €6

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Το μυθιστόρημα της σημερινής ανάρτησης ανήκει στην κατηγορία των βιβλίων που απευθύνονται στα παιδιά και στους εφήβους. Πρόκειται για μια ιστορία βασισμένη στην προσωπική μαρτυρία και τις μνήμες της μητέρας της συγγραφέως και θα μας πάει στα χρόνια της Κατοχής στην Θεσσαλονίκη, κάπου προς την Νεάπολη. Φέρει δε την υπογραφή μιας ιδιαίτερα σημαντικής πεζογράφου της Θεσσαλονίκης, της Στέλλας Βογιατζόγλου.

Η έκδοση είναι απλή και λιτή. Στο εξώφυλλο κυριαρχεί ένα έργο της Κατερίνας Βερούτσου. Ευανάγνωστο κείμενο. Το βιβλίο ανήκε στην σειρά «Κατώφλι στον κόσμο» των εκδόσεων του Κέδρου και ήταν το 82ο της σειράς. Το έργο είχε κυκλοφορήσει για πρώτη φορά το 1982 από τις εκδόσεις Α.Σ.Ε. και μου κάνει θετική εντύπωση ότι είχε κάνει 8 εκδόσεις (εγώ έχω την 8η). Συνολικά μια αξιοπρεπής δουλειά.

Την Στέλλα Βογιατζόγλου την είχαμε δει στο παρελθόν στη Vivlioniki μέσα από πεζογραφήματα για «μεγάλους». «Το μαγγανοπήγαδο«, «Περνώντας βιαστικά ανάμεσά τους» και το εξαιρετικό «Η συγκάτοικος«. Δεν είχα μέχρι τώρα διαβάσει κάποιο από τα βιβλία της που απευθύνονταν στους μικρούς αναγνώστες. Όπως έχω γράψει και άλλες φορές και νομίζω θα συνεχίζω να το γράφω, η Βογιατζόγλου και ο Χατζητάτσης είναι δύο συγγραφείς που τους χάσαμε νωρίς, μας άφησαν σημαντικό λογοτεχνικό έργο και μένει το παράπονο ότι θα μπορούσαμε να δούμε πολλά περισσότερα.

Πάμε λοιπόν στην ιστορία του βιβλίου. Όπως έγραψα και νωρίτερα, η Βογιατζόγλου στήριξε το βιβλίο της στις διηγήσεις της μητέρας της η οποία κατά την Κατοχή ήταν στην εφηβική ηλικία. Υποθέτω ότι από τους πρωταγωνιστές του βιβλίου, η Χριστίνα (η μεγαλύτερη κόρη) ήταν η μητέρα της Βογιατζόγλου καθώς μοιάζει αυτή να αφηγείται την ιστορία (αλλά αυτό είναι απλά μια προσωπική εκτίμηση, μπορεί να κάνω και λάθος). Χρονικά κινούμαστε από την έναρξη του πολέμου με τους Ιταλούς (27 Οκτωβρίου 1940 μοιάζει να ξεκινάει το βιβλίο) έως την ημέρα της απελευθέρωσης στις 30 Οκτωβρίου του 1944. Η Χριστίνα το 1940 είναι 14 ετών, ζει σε ένα σπίτι που μάλλον βρίσκεται προς την Νεάπολη μαζί με τις τρεις αδελφές της, την Ιφιγένεια, την Αθηνά και το νεογέννητο την Φωτεινή. Οι γονείς της, Βασίλης και Παναγιώτα, δεν έχουν την ίδια δυναμική, με την Παναγιώτα να είναι η κυρίαρχη στο σπίτι. Προσφυγικής καταγωγής, παλεύουν να σταθούν στα πόδια τους, παραμονή του πολέμου μόλις έχουν τελειώσει με το χτίσιμο του σπιτιού τους και το βιβλίο ξεκινάει με το γλέντι που κάνουν για το γεγονός αυτό. Δεν έχουν οικονομικές ανέσεις και τα φέρνουν βόλτα ιδιαίτερα δύσκολα. Τα κορίτσια έχουν διαφορετικούς χαρακτήρες και φυσικά διαφορετικά ενδιαφέροντα. Στην ηλικία που βρίσκονται αντί να γνωρίζουν τον κόσμο, να μαθαίνουν πράγματα και να αποκτούν εμπειρίες, πρέπει να αντιμετωπίσουν τα δεινά του πολέμου, την καταστροφή, τον θάνατο, την πείνα.

Κρίνοντας από τον τρόπο γραφής, το βιβλίο νομίζω μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητό από τους μικρούς αναγνώστες. Χωρίζεται σε μικρά κεφάλαια ώστε να μην κουράζει, η γλώσσα είναι απλή (και όχι απλοϊκή), η Βογιατζόγλου χρησιμοποιεί τον ρεαλισμό στο ύφος, δεν θα δυσκολέψει ένα παιδί πάνω από 10-11 ετών. Εκτιμώ ιδιαίτερα την ειλικρίνεια που υπάρχει στο βιβλίο, για παράδειγμα στην διήγηση του Αλέκου για τον πόλεμο με τους Ιταλούς ή στην Χριστίνα όταν ανοίγεται και μιλάει για τον φόβο που την αποτρέπει από το να ασχοληθεί με την αντίσταση. Είναι ανθρώπινες αντιδράσεις και απόλυτα φυσιολογικές για την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα, σήμερα δεν είναι εύκολο να τα καταλάβουμε και πολλές φορές σε βιβλία ο μύθος κυριαρχεί της πραγματικότητας.

Προσεγγίζοντας το βιβλίο από την ιστορική του μεριά, η Βογιατζόγλου καταφέρνει να μεταφέρει σχεδόν όλα τα χαρακτηριστικά της εποχής εκείνης. Τον ενθουσιασμό του πολέμου, τον φόβο των βομβαρδισμών, την μαύρη αγορά, την πείνα, τον διωγμό των Εβραίων, την συνεργασία αρκετών με τον κατακτητή, το πλιάτσικο των Εβραϊκών περιουσιών, τους κατοίκους της πόλης που πωλούσαν τα υπάρχοντά τους στους κατοίκους των χωριών για ένα σακί αλεύρι, την αντίσταση και την προδομένη χαρά της απελευθέρωσης. Το θετικό είναι ότι όλα αυτά μπαίνουν στην ιστορία αβίαστα και δεν μοιάζει σαν η συγγραφέας να προσπαθεί να τα στριμώξει στις σελίδες της για να υπάρχει αναφορά σε αυτά. Το μόνο λάθος που βρήκα ήταν στην διήγηση για την Μύριαμ, μια Εβραία γειτόνισσα της οικογένειας που ζει με τον γιο της, τον μικρό Αλμπέρτο και η οποία στο βιβλίο φοβάται επειδή λέει ότι πρέπει να παρευρεθεί στο Μαύρο Σάββατο τον Ιούλιο του 1942, ενώ στην πραγματικότητα η διαταγή αφορούσε μόνο τους άρρενες Εβραίους ηλικίας από 18 έως 45 ετών. Αυτό όμως για ένα παιδί δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία, το σημαντικό είναι ότι γίνεται η αναφορά στο Μαύρο Σάββατο.

Προσωπικά το βιβλίο μου άρεσε άσχετα αν δεν απευθύνεται σε μένα. Αν σκοπός του έργου ήταν να διηγηθεί στους μικρούς αναγνώστες μια ιστορία για την Κατοχή και για τα όσα συνέβαιναν τότε στην πόλη, αυτό επιτυχάνεται πλήρως. Με τρόπο όμορφο, κατανοητό για τα παιδιά, χωρίς υπερβολές και με ρεαλισμό. Πιστεύω ότι κομμάτια του βιβλίου άνετα θα μπορούσαν να είναι ύλη για τους μαθητές της πόλης στα σχολεία, τόσο λογοτεχνικά, όσο και ιστορικά το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από τους μικρούς Θεσσαλονικείς.

1 σχόλιο

Filed under ΒΟΓΙΑΤΖΟΓΛΟΥ, Στέλλα, Συγγραφείς

Μία ερωτική, ομοφυλοφιλική ιστορία στην σύγχρονη Θεσσαλονίκη

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: Τριαντάφυλλα και φράουλες

Συγγραφέας: Αιμίλιος Βάρνας

Έκδοση: Νεφέλη (2009)

ISBN: 978-960-211-918-1

Τιμή: Περίπου €12

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Πριν κάποιο καιρό είχαμε δει στη Vivlioniki ένα μυθιστόρημα γραμμένο στην ιταλική γλώσσα με τίτλο «Greco Moderno«. Ο συγγραφέας του, ο Nikos Petrou, περιέγραφε την ερωτική σχέση δύο αγοριών στη σύγχρονη Θεσσαλονίκη της Κρίσης. Το βιβλίο της σημερινής ανάρτησης μας πάει στην προ Κρίσης Θεσσαλονίκη και ο συγγραφέας του, ο Αιμίλιος Βάρνας γράφει για τον έντονο έρωτα και το πάθος μεταξύ δύο ομοφυλόφιλων, του Αιμίλιου και του Άνχελ. Το μυθιστόρημα, πέρα από το ενδιαφέρον που έχει ως λογοτεχνικό κείμενο, ανήκει στα λίγα έργα που έχουν για θέμα τον ομοφυλοφιλικό έρωτα και διαδραματίζονται στην πόλη μας.

Η έκδοση είναι απλή και λιτή. Ωραίο εξώφυλλο, ευανάγνωστο κείμενο, μια αξιοπρεπέστατη δουλειά.

Καλοκαίρι, πολύ ζέστη, υγρασία, η Θεσσαλονίκη βράζει στις υψηλές θερμοκρασίες και δροσίζεται πού και πού με τα μπουρίνια. Πρωταγωνιστής ο Αιμίλιος, ένας νέος που δουλεύει σε ένα εργοστάσιο και ως drag queen σε ένα club της πόλης. Ένα φιλικό του ζευγάρι, ο Μίλτος και ο Ανδρέας, θα πάνε εκδρομή στο Άμστερνταμ και του αφήνουν το σπίτι τους για όσο καιρό θα λείπουν. Στο σπίτι αυτό την ημέρα της αναχώρησης του ζευγαριού θα γνωρίσει τον Άνχελ, έναν Βούλγαρο μετανάστη που δουλεύει ως εργάτης στις οικοδομές, επίσης ομοφυλόφιλο. Μεταξύ του Αιμίλιου και του Άνχελ γεννιέται ένας πολύ δυνατός και έντονος έρωτας, με πολύ πάθος στην αρχή που θα διαρκέσει όσο καιρό λείπουν οι Μίλτος και ο Ανδρέας και λίγο μετά. Οι προσδοκίες που γεννιούνται σε τέτοιες σχέσεις είναι υψηλότατες, αλλά η κατάληξη δεν είναι πάντα αυτή που θέλουμε.

Τα κεφάλαια έχουν για τίτλο κομμάτι της πρώτης φράσης τους. Σύντομα σε έκταση, μικρές προτάσεις, δημιουργούν στον αναγνώστη την αίσθηση της ταχύτητας με την οποία συμβαίνουν τα πράγματα, της δύναμης, του πάθους και των εντάσεων στα πάντα. Αφήγηση ρεαλιστική και σε πρώτο πρόσωπο και με πολλές λεπτομέρειες, ο Βράνας θέλει να ορίσει απόλυτα το περιβάλλον της ιστορίας του και ο αναγνώστης απλά τον ακολουθεί. Σκηνοθετική γραφή θα την έλεγα χωρίς να γνωρίζω αν είναι δόκιμος όρος. Υπάρχουν μέσα στο κείμενο και οι μουσικές που επιλέγει ο συγγραφέας να συνοδεύσουν την ιστορία του, κυρίως από Madonna και Anny Lennox.

Ο Βάρνας έχει για κύριο θέμα τον έρωτα μεταξύ των δύο νεαρών, την ένταση, την χαρά και την λύπη, μιλάει για την άνοδο και την πτώση. Δεν τον απασχολεί τόσο το πώς οι υπόλοιποι αντιλαμβάνονται ή δέχονται τον ομοφυλοφιλικό έρωτα, όπως και οι ήρωές του, έτσι κι αυτός επιλέγει να φτιάξει έναν κόσμο στον οποίο μέσα βρίσκονται οι πρωταγωνιστές. Οι συμβιβασμοί έχουν να κάνουν με το πόσο θέλουν πραγματικά να προχωρήσουν σε μια σοβαρή σχέση και όχι μόνο σε κάτι περιστασιακό. Υποθέτω ότι ίσως υπάρχουν αυτοβιογραφικά στοιχεία καθώς ο πρωταγωνιστής λέγεται Αιμίλιος όπως και ο συγγραφέας, υπάρχει μια Μαργαρίτα στην οποία ο Βάρνας αφιερώνει το βιβλίο και στις σελίδες μια Μαργαρίτα είναι η κολλητή φίλη του συγγραφέα. Μπορεί βέβαια αυτό να είναι και απλά μια έμπνευση του συγγραφέα.

Η Θεσσαλονίκη είναι ο τόπος δράσης, το σκηνικό, δεν πρωταγωνιστεί πουθενά ως ιστορία ή με τα μνημεία της. Κινούμαστε από το Ωραιόκαστρο και το σπίτι ενός εραστή του Άνχελ έως την περιοχή της Βασιλίσσης Όλγας και το σπίτι του Αιμίλιου.

Προσωπικά το βιβλίο μου άρεσε. Τόσο η γραφή του Βάρνα, που είναι γρήγορη, δυναμική και με ένταση που δεν σε κουράζει και σε συνδυασμό με τα μικρά κεφάλαια κάνουν το βιβλίο να προχωράει πολύ εύκολα., όσο και η θεματολογία του, καθώς μπορεί να έχουμε πολλά βιβλία στα οποία να γίνονται αναφορές για ομοφυλοφιλικό έρωτα, αλλά σχετικά είναι ελάχιστα αυτά στα οποία ο έρωτας μεταξύ δύο αντρών να είναι το θέμα το κύριο, στη σάρκα και στην ψυχή.

Σχολιάστε

Filed under ΒΑΡΝΑΣ, Αιμίλιος, Συγγραφείς

Ο Μωβ Μαέστρος της Σοφίας Νικολαΐδου

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: Ο μωβ μαέστρος

Συγγραφέας: Σοφία Νικολαΐδου

Έκδοση: Κέδρος (2006)

ISBN: 960-04-3140-X

Τιμή: Περίπου €14

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Αν και τον τελευταίο καιρό υπάρχουν πολλές νέες κυκλοφορίες που θα τις δούμε σύντομα και στη Vivlioniki, σε αυτήν την ανάρτηση θα ήθελα να πούμε δυο λόγια για μια πιο παλιά δουλειά που μας έρχεται από το μακρινό πλέον 2006. Συγγραφέας είναι η Σοφία Νικολαΐδου, την οποία γνωρίσαμε μέσα από κάποια άλλα έργα της, όπως το «Απόψε δεν έχουμε φίλους«, το «Χορεύουν οι ελέφαντες«, το «Στο τέλος νικάω εγώ» και το πιο πρόσφατο «Vor – Πέρα από τον νόμο«.

Η έκδοση είναι απλή και καλή. Δεν με ενθουσίασε ιδιαίτερα το εξώφυλλο. Ευανάγνωστο κείμενο, αξιοπρεπής συνολικά δουλειά.

Ο Μωβ Μαέστρος λοιπόν είναι ένα έργο που γράφτηκε για να διαβαστεί γρήγορα. Σύντομα κεφάλαια, πολλοί διάλογοι, κινηματογραφική γραφή. Σε γενικές γραμμές η ιστορία μας ξεκινάει με τον θάνατο του Ιασίδη, ενός επιχειρηματία της νύχτας με μαγαζιά στη Θεσσαλονίκη. Κληρονόμος η κόρη του η Λίζα, που όμως δεν γνωρίζει λεπτομέρειες για το πώς να τρέξει αυτές τις δουλειές. Την βοηθούν ο Σουγλές (παιδικός φίλος του πατέρα της), ο Μωβ, ο Ψυ (ο ψυχολόγος της), η Μπίλυ, η Ταμάρα κα. Αλλά γίνονται αναφορές και για την μητέρα της, την Μπένια, στην οποία αφιερώνεται ένα μεγάλο κομμάτι του βιβλίου. Αντιμέτωπη με ψυχολογικά προβλήματα που δεν μπόρεσε να τα αντιμετωπίσει, με τον σύζυγο (τον Ιασίδη) να αδιαφορεί ή να μην μπορεί κι αυτός να κάνει κάτι. Η σχέση των γονιών της Λίζας την έχει επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό.

Η Θεσσαλονίκη είναι στη σύγχρονη μορφή της, χωρίς να πρωταγωνιστεί βέβαια, αλλά με αρκετές αναφορές σε αυτήν.

Προσωπικά το διάβασα ευχάριστα. Με κράτησε η πλοκή του και το χτίσιμο των χαρακτήρων, κυρίως του Ιασίδη και της Μπένιας. Δεν είναι το πιο αγαπημένο μου της Νικολαΐδου, αλλά είναι από τα βιβλία που θα τα διαβάσει κάποιος για να ξεκουραστεί και για μένα αυτό είναι κάτι καλό, άσχετα αν πολλοί θεωρούν τέτοια λογοτεχνία ως κατώτερου είδους. Για μένα είναι πεζογραφία ζωντανή, σύγχρονη, μοντέρνα, δοσμένη με έξυπνο τρόπο, μια καλή συντροφιά. Από όσο έχω δει δεν κυκλοφορεί πια, οπότε μπορείτε να το βρείτε σε παλαιοβιβλιοπωλεία κυρίως ή ξεχασμένο σε κάποιο ράφι.

Σχολιάστε

Filed under ΝΙΚΟΛΑΪΔΟΥ, Σοφία, Συγγραφείς

Το τελευταίο μυθιστόρημα του Νίκου Μπακόλα

ΓΕΝΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΒΙΒΛΙΟΥ

Τίτλος: Για τον έρωτα και μόνο

Συγγραφέας: Νίκος Μπακόλας

Έκδοση: Σοκόλη (2021)

ISBN: 978-960-637-060-1

Τιμή: Περίπου €15

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΒΙΒΛΙΟΥ

Για το ποιος είναι και το τι έχει προσφέρει στην ελληνική λογοτεχνία ο Νίκος Μπακόλας δεν χρειάζεται να γράψουμε πολλά πράγματα. Από τους αγαπημένους συγγραφείς για τη Vivlioniki, προσωπικά θεωρώ την Μεγάλη Πλατεία ένα από τα σημαντικότερα και πιο αξιόλογα πεζογραφικά κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Μπακόλας πέθανε αιφνιδίως το 1999, μετά τον θάνατό του είχαν κυκλοφορήσει δύο δουλειές του, αλλά αυτές ήταν λίγο καιρό μετά τον χαμό του. 23 χρόνια μετά έρχεται στα χέρια μας η τελευταία δουλειά του Μπακόλα (εκτός κι αν βρεθεί κάποια ακόμη στο μέλλον), ένα μυθιστόρημα ιδιαίτερο, ξεχωριστό, γραμμένο με μαεστρία και έντονα ερωτικό.

Η έκδοση είναι απλή και λιτή. Όμορφο εξώφυλλο, σχετικό με όσα θα διαβάσει ο αναγνώστης. Ευανάγνωστο κείμενο, την εισαγωγή την υπογράφει η Βενετία Αποστολίδου και το κείμενό της μας δίνει αρκετές πληροφορίες για το κείμενο αυτό που έχουμε στα χέρια μας. Συνολικά μια αξιοπρεπής δουλειά.

Το εξώφυλλο του πρώτου πεζού του Νίκου Μπακόλα

Το πρώτο βιβλίο του Νίκου Μπακόλα ήταν το «Μην κλαις αγαπημένη» και ήταν μια ιδιωτική έκδοση του 1958 (έκτοτε το βιβλίο έχει κυκλοφορήσει και σε άλλες εκδόσεις). Η υπόθεση του έργου αυτού είχε να κάνει με τον έρωτα μεταξύ ενός νέγρου ναύτη και μιας κοπέλας του καμπαρέ, ο οποίος έρωτας όμως δεν έχει ευτυχές τέλος παρά τις οποιες προσπάθειες. Στο «Για τον έρωτα και μόνο» ο Μπακόλας θέτει πάλι τον έρωτα σε πρωταγωνιστικό ρόλο, στην μορφή του ανεκπλήρωτου.

Πρωταγωνιστής ένας άντρας «νοικοκυραίος» όπως ίσως ειρωνικά θα τον αποκαλούσαν αρκετοί, γεννημένος το 1941, παντρεμένος με έναν γιο, έμπορος σε ένα χωριό έξω από την Θεσσαλονίκη, ζει μια «φυσιολογική» ζωή, με τις καλές και τις κακές στιγμές. Έρχεται όμως μια στιγμή που όλα αυτά του μοιάζουν μικρά και ψάχνει στο παρελθόν του τις στιγμές που ένιωσε ερωτευμένος, που ένιωσα τα σκιρτήματα, τις συγκινήσεις και τις προσμονές του να θέλεις κάποιον. Και αυτές οι στιγμές του παρελθόντος είναι τρεις γυναίκες, οι οποίες αναφέρονται με τα ψευδώνυμά τους, η «Πυργοδέσποινα» που την ερωτεύτηκε παιδί μικρό, η «Βεζυροπούλα» που την ερωτεύτηκε μαθητής και η «Παραδείσια» που την ερωτεύτηκε φαντάρος. Από διαφορετικές εποχές η κάθε μία, με διαφορετικούς χαρακτήρες, είναι γυναίκες που ο πρωταγωνιστής μας ερωτεύτηκε κάποτε, αλλά τίποτα δεν προχώρησε πέρα από ελάχιστα ίσως. Και φτάνει σήμερα να θέλει απελπισμένα να ενωθεί μαζί τους, όχι απαραίτητα ερωτικά, αλλά να μπούνε πάλι στην ζωή του, να έχει μια επικοινωνία. Σειρές από τηλέφωνα και αναζητήσεις, σκέψεις, προσπάθειες προσέγγισης. Και από την άλλη οι τρεις γυναίκες, η κάθε μία έχει τραβήξει τον δικό της Γολγοθά στην ζωή και κουβαλάει ακόμη τον σταυρό της, απομονωμένες και αποκομμένες σε μεγάλο βαθμό, αντιμετωπίζουν αυτόν τον «εισβολέα» με διαφορετικό τρόπο. Το τι θέλει πραγματικά ο πρωταγωνιστής να πετύχει δεν έχει σημασία, το θέμα είναι η λαχτάρα του να συνδεθεί με το παρελθόν, τον έρωτα που δεν έζησε, η δύναμη που τον οδηγεί στην επιστροφή σε αυτό που μας κάνει να νιώθουμε ζωντανοί. Και παράλληλα βλέπουμε τρεις γυναίκες, να τις φτιάχνει ο Μπακόλας με μαεστρία, εύθραυστες και πανέμορφες, κάθε μια ένας ξεχωριστός κόσμος.

Υπάρχουν 20 κεφάλαια και 4 «παρενθέσεις». Οι «παρενθέσεις» είναι αφηγήσεις και μνήμες προσώπων έξω από τους πρωταγωνιστικούς ρόλους του βιβλίου. Η πρώτη είναι του κολλητού φίλου του πρωταγωνιστή και οι άλλες τρεις είναι της συζύγου του πρωταγωνιστή. Στα υπόλοιπα κεφάλαια υπάρχει πάντα ένας που κυριαρχεί, είτε αυτός είναι ο πρωταγωνιστής, είτε μία από τις γυναίκες. Υπάρχει μια «ομαδοποίηση» στο χρόνο, δηλαδή τα κεφάλαια δεν είναι άσχετα μεταξύ τους.

Η γραφή του Μπακόλα είναι ρεαλιστική κατά κύριο λόγο. Χειμαρρώδης σε αρκετά σημεία, με την δεξιοτεχνία στη σύνταξη και στο λεξιλόγιο που μας έχει προσφέρει ο Μπακόλας και στο παρελθόν, μου φέρνουν κάποια σημεία του έργου στη Μεγάλη Πλατεία, κυρίως με τη δύναμη της ροής, τις μεγάλες προτάσεις και την ικανότητα να φτιάχνει ο Μπακόλας χαρακτήρες. Θα μείνω λίγο παραπάνω στο 12ο Κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στην «πυργοδέσποινα» και το οποίο μου φάνηκε εξαιρετικό.

Αυτό που μου άρεσε ιδιαίτερα στο έργο αυτό, πέρα από την ευχαρίστηση που προσφέρει ένα καλογραμμένο βιβλίο, είναι ότι ανοίγει πολλά θέματα για σκέψη και κουβέντα. Με πρώτο και κύριο τον έρωτα και την ανάγκη του ανθρώπου να επιστρέφει κάπου. Την κρίση που περνάμε καθώς μεγαλώνουμε, αλλά και την μοναξιά μας, τα τείχη που χτίζουμε για να προστατευτούμε από τους άλλους φυλακίζοντας τους εαυτούς μας, τις απογοητεύσεις. Τον χρόνο που περνάει και αυτό δεν είναι απαραίτητα κάτι κακό, αλλά είναι καμπανάκι να κάνουμε κάποια πράγματα που θέλουμε και να επιτρέπουμε μόνο τους αναγκαίους συμβιβασμούς. Ο Μπακόλας για τον κάθε πρωταγωνιστικό του χαρακτήρα μπορεί να προσφέρει τροφή για σκέψη.

Η Θεσσαλονίκη στο έργο αυτό δεν πρωταγωνιστεί, αν και υπάρχουν κάποιες αναφορές στην πόλη και πάντα στην περιοχή του Ντεπό που τόσο αγάπησε ο Μπακόλας. Μεγάλο μέρος της υπόθεσης διαδραματίζεται στη Βέροια και στην Αθήνα.

Προσωπικά το βιβλίο μου άρεσε πολύ. Έχω κάποιες ενστάσεις για το αν πρέπει να κυκλοφορούν ανέκδοτα έργα ενός συγγραφέα τόσα χρόνια μετά τον θάνατό του, όταν ο ίδιος ο συγγραφέας δεν έχει δώσει το ελεύθερο να εκδοθεί το έργο του, αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση που ίσως κάποια στιγμή γίνει στο μέλλον. Όπως ο πρωταγωνιστής του βιβλίου επιστρέφει στο παρελθόν για τον έρωτα και μόνο, έτσι και ο Μπακόλας σε αυτό το τελευταίο του (εκτός και αν βρεθεί και κάποιο άλλο κείμενό του αδημοσίευτο) μυθιστόρημα επιστρέφει στο θέμα του πρώτου του έργου, του έρωτα, αυτού που κυριεύει την σκέψη μας αλλά δεν μπορεί για διάφορους λόγους να ολοκληρωθεί.

Σχολιάστε

Filed under ΜΠΑΚΟΛΑΣ, Νίκος, Συγγραφείς